συμφοίτησις
Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A going to school together, Aeschin.1.10; to the Senate, D.C.55.3.
2 coming together, of the coupling of beasts, πρὸς ἀλλήλους Ael.NA6.60.
German (Pape)
[Seite 992] ἡ, das Mit- od. Zusammengehen an einen Ort, bes. in die Schule, τῶν παίδων Aesch. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de fréquenter ensemble (une école);
2 action de s'accoupler en parl. d'animaux.
Étymologie: συμφοιτάω.
Russian (Dvoretsky)
συμφοίτησις: εως ἡ совместное посещение (школы) Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
συμφοίτησις: ἡ, τὸ συμφοιτᾶν εἰς τὰ διδασκαλεῖα, Αἰσχίν. 2. 23· εἰς τὴν Σύγκλητον, Δίων Κ. 55. 3. 2) τὸ συνέρχεσθαι, συνουσία, ἐπὶ τῆς μίξεως ζῴων, πρὸς ἀλλήλους Αἰλ. π. Ζ. 6. 60.
Greek Monotonic
συμφοίτησις: ἡ, το να είναι κάποιος μαθητής σε διδασκαλείο από κοινού με άλλους, σε Αισχίν.
Middle Liddell
συμφοίτησις, εως, [from συμφοιτάω
a going to school together, Aeschin.