συνίερος

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίερος Medium diacritics: συνίερος Low diacritics: συνίερος Capitals: ΣΥΝΙΕΡΟΣ
Transliteration A: syníeros Transliteration B: synieros Transliteration C: synieros Beta Code: suni/eros

English (LSJ)

συνίερον, having joint sacrifices, Plu.2.753f.

German (Pape)

[Seite 1025] gemeinschaftliche Opfer, gemeinschaftlichen Gottesdienst, gemeinschaftliche Tempel habend, übh. zusammen mit Einem verehrt, τινός, καὶ σύνναος Plut. amat. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
honoré d'un culte commun.
Étymologie: σύν, ἱερός.

Russian (Dvoretsky)

συνίερος: совместно чтимый: σ. τοῦ Ἔρωτος Plut. (Афродита), имеющая общий культ с Эротом.

Greek (Liddell-Scott)

συνίερος: -ον, ὁ ἔχων κοινὰ ἱερά, ἢ κοινὰς θυσίας, Πλούτ.· ἴδε ἐν λέξ. σύνναος.

Greek Monolingual

-ον, Α ἱερός
αυτός στον οποίο αποδίδεται κοινή με άλλον λατρεία («ἡ σύνναος καὶ συνίερος τοῦ Ἔρωτος», Πλούτ.).