συναινέω

From LSJ

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναινέω Medium diacritics: συναινέω Low diacritics: συναινέω Capitals: ΣΥΝΑΙΝΕΩ
Transliteration A: synainéō Transliteration B: synaineō Transliteration C: synaineo Beta Code: sunaine/w

English (LSJ)

A fut. -αινέσω S.El.402: aor. -ῄνεσα A.Ag.484 (lyr.):—consent, abs., ib.1208, S. Ph.122, El.1280 (lyr.), Pl.R. 393e, etc.; σ. τισί agree with, Hdt. 5.92.ή, cf. S.El.402, Sor.1.58, al.:—Med., Inscr.Prien.85 (ii B.C.).
2 c. acc., concede, give, Χάριν A.Ag.484; agree upon, πόλιν SIG633.83 (Milet., ii B.C.): but most freq. c. Adj. neut., agree to, ἅπερ ξυνῄνεσα S.OC1508; σ. ταῦτα Id.Fr.368 (Med.), X.Cyr.4.2.47, etc.; σ. τινί τι grant, δῶρά μοι -αίνεσον E.Rh.172, cf. X.Cyr.8.5.20, An.7.7.31.
3 c. inf., agree or consent to do, Id.Cyr.4.4.8, 7.2.14.

German (Pape)

[Seite 997] (s. αἰνέω), mit od. zugleich loben, Aesch. Ag. 471, beistimmen, σὺ δ' οὐχὶ πείσει καὶ συναινέσεις ἐμοί; Soph. El. 394.Phil. 122; Her. 5, 92; ταῦτα εἰπόντος αὐτοῦ οἱ μὲν ἄλλοι ἐσέβοντο καὶ συνῄνουν, Plat. Rep. III, 393 e; Xen. u. Folgende, wie Pol. 1, 67, 11; versprechen, Aesch. Ag. 1181, Soph. O. C. 1504; δῶρά μοι ξυναίνεσον, Eur. Rhes. 172.

French (Bailly abrégé)

f. συναινέσω, ao. συνῄνεσα, etc.
1 louer avec ou en même temps;
2 être d'accord avec : τινι avec qqn ; τινί τι avec qqn pour qch, accorder qch à qqn ; avec l'inf., consentir à ce que ; promettre : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύν, αἰνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αινέω, Att. ξυναινέω zijn instemming betuigen, abs.; het eens zijn (met), met dat.; instemmen (met), akkoord gaan (met), goedkeuren, met acc..; χάριν πρέπει ξυναινέσαι het is gepast met een dankbetuiging in te stemmen Aeschl. Ag. 484; met acc. en dat..; βούλομαι... ταῦτά σοι συναινέσαι ik wil daarin met jou accoord gaan Xen. Cyr. 8.5.20; ook met inf.. Xen. Cyr. 4.4.8.

Russian (Dvoretsky)

συναινέω: (aor. συνῄνεσα)
1 сообща восхвалять, прославлять (τι Aesch.);
2 выражать одобрение, соглашаться (τινι Her., Soph.): ξυναινεῖς; Soph. ты согласен?;
3 разрешать, позволять (τινί τι Eur., Xen.);
4 обещать (τι Soph., Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συναινέω: μέλλ. -έσω, ἀπὸ κοινοῦ αἰνῶ, ἀνυμνῶ, ἐπαινῶ, χάριν Αἰσχύλ. Ἀγ. 484. ΙΙ. συγκατανεύω, συμφωνῶ, ἀπολ., αὐτόθι 1208, Σοφ. Φιλ. 122, Ἠλ. 1279, Πλάτ. Πολ. 393Ε, κτλ.· σ. τινι, συμφωνῶ μετά τινος, Ἡρόδ. 5. 92 ἐν τέλ., Σοφ. Ἠλ. 402. 2) μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., συμφωνῶ, ὑπισχνοῦμαι, ἅπερ ξυνῄνεσα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1058· σ. ταῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 337, Ξεν. Κύρ. 4, 2, 47 κτλ.· ― σ. τινί τι, παρέχω, χορηγῶ ἀμέσως, Εὐρ. Ρῆσ. 172. Ξεν. Κύρ. 8. 5, 20, Ἀνάβ. 7. 7, 3. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., συμφωνῶ ἢ συγκατανεύω νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 4. 4, 9., 7. 2, 14.

Greek Monotonic

συναινέω: μέλ. -έσω,
I. προσεύχομαι, εξυμνώ, ανυμνώ, ψάλλω από κοινού, σε Αισχύλ.
II. 1. συγκατανεύω, συμφωνώ, απόλ., στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ.· συναινέω τινί, συμφωνώ με κάποιον, ομογνωμώ, σε Ηρόδ.
2. με αιτ. πράγμ., συμφωνώ σε, υπόσχομαι, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· χορηγώ, παρέχω αμέσως, σε Ξεν.
3. με απαρ., συμφωνώ ή συγκατανεύω να κάνω κάτι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. έσω
I. to join in praising, Aesch.
II. to consent, absol., Aesch., Soph., etc.; ς. τινί to agree with a person, Hdt.
2. c. acc. rei, to agree to, promise, Soph., Xen., etc.: to grant at once, Xen.
3. c. inf. to agree or consent to do, Xen.