συνανάχρωσις
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
-εως, ἡ, infecting contact, Id.2.680e.
German (Pape)
[Seite 1000] ἡ, das Mitteilen der Farbe, das Abfärben, u. übh. das Anstecken, καὶ ἐπαφή Plut. symp. 5, 7, 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'imprégner de la même couleur.
Étymologie: συναναχρώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
συνανάχρωσις: εως ἡ досл. принятие (чужой) окраски, перен. заражение (ἐπαφὴ καὶ σ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνανάχρωσις: ἡ, τὸ συναναχρώννυσθαι, ἐπαφή, Πλούτ. 2. 680E.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α συναναχρώννυμι
1. η με επαφή μετάδοση του χρώματος
2. η μετάδοση μολύσματος.