συνανάχρωσις

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανάχρωσις Medium diacritics: συνανάχρωσις Low diacritics: συνανάχρωσις Capitals: ΣΥΝΑΝΑΧΡΩΣΙΣ
Transliteration A: synanáchrōsis Transliteration B: synanachrōsis Transliteration C: synanachrosis Beta Code: sunana/xrwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, infecting contact, Id.2.680e.

German (Pape)

[Seite 1000] ἡ, das Mitteilen der Farbe, das Abfärben, u. übh. das Anstecken, καὶ ἐπαφή Plut. symp. 5, 7, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'imprégner de la même couleur.
Étymologie: συναναχρώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

συνανάχρωσις: εως ἡ досл. принятие (чужой) окраски, перен. заражение (ἐπαφὴ καὶ σ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνανάχρωσις: ἡ, τὸ συναναχρώννυσθαι, ἐπαφή, Πλούτ. 2. 680E.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α συναναχρώννυμι
1. η με επαφή μετάδοση του χρώματος
2. η μετάδοση μολύσματος.