συναποκαθίστημι
From LSJ
English (LSJ)
A accompany a person on the return journey, Schwyzer631A8 (Lesbian, found at Miletus, ii B.C.):—Pass., return to the same point together, Vett. Val.235.6, Procl.Hyp.4.45, Dam.Pr. 305, Phlp.in Mete.40.35.
2 Pass., subside together with, Gal. 8.166, 9.525, Procl.Inst.209, Aët.5.121.
Greek Monolingual
ΜΑ, και συναποκαθιστάνω και συναποκαθιστῶ, -άω, Α ἀποκαθίστημι
μέσ. συναποκαθίσταμαι
υποχωρώ, κοπάζω («αἵ μὲν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν αἰτιῶν βλάβαι ταχὺ συναποκαθίστανται», Γαλ.)
αρχ.
1. συνοδεύω κάποιον στο ταξίδι της επιστροφής
2. μέσ. επανέρχομαι στο ίδιο σημείο ή επανέρχομαι συγχρόνως με κάποιον.