συναπτέον
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
one must unite, τι πρός τι Arist.Ph.254a16, cf. Philum. ap.Orib.45.29.13; one must add an account of... Aët.8.16, Paul. Aeg.2.11.20.
Greek (Liddell-Scott)
συναπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνάπτω, δεῖ συνάπτειν, τοῦτ’ ἤδη συναπτέον πρὸς τοὺς πάλαι λόγους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 11.