συνεπιθήγω
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
help to sharpen or stimulate, Plu.2.433d.
French (Bailly abrégé)
aiguiser ensemble ; exciter ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπιθήγω.
German (Pape)
mit, zugleich schärfen, reizen, Plut. def. Or. 42.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιθήγω: одновременно обострять (συνεξάπτειν καὶ σ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιθήγω: ἀκονῶ ὁμοῦ, συμπαροξύνω, τῆς ψυχῆς τὸ μαντικὸν... δεῖται τοῦ συνεξάπτοντος καὶ συνεπιθήγοντος Πλούτ. 2. 433D.
Greek Monolingual
Α
οξύνω περισσότερο μαζί με κάποιον («τῆς ψυχῆς τὸ μαντικὸν... δεῖται τοῦ συνεξαπτοντος καὶ συνεπιθήγοντος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθήγω «ακονίζω, οξύνω περισσότερο»].