συνεπιθήγω

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιθήγω Medium diacritics: συνεπιθήγω Low diacritics: συνεπιθήγω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΘΗΓΩ
Transliteration A: synepithḗgō Transliteration B: synepithēgō Transliteration C: synepithigo Beta Code: sunepiqh/gw

English (LSJ)

help to sharpen or stimulate, Plu.2.433d.

French (Bailly abrégé)

aiguiser ensemble ; exciter ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπιθήγω.

German (Pape)

mit, zugleich schärfen, reizen, Plut. def. Or. 42.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιθήγω: одновременно обострять (συνεξάπτειν καὶ σ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιθήγω: ἀκονῶ ὁμοῦ, συμπαροξύνω, τῆς ψυχῆς τὸ μαντικὸν... δεῖται τοῦ συνεξάπτοντος καὶ συνεπιθήγοντος Πλούτ. 2. 433D.

Greek Monolingual

Α
οξύνω περισσότερο μαζί με κάποιον («τῆς ψυχῆς τὸ μαντικὸν... δεῖται τοῦ συνεξαπτοντος καὶ συνεπιθήγοντος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθήγω «ακονίζω, οξύνω περισσότερο»].