συνεφιστάνω
From LSJ
English (LSJ)
v. συνεφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
συνεφιστάνω: Polyb. = συνεφίστημι.
German (Pape)
= συνεφίστημι; τοὺς ἀναγιγνώσκοντας, sie aufmerksam machen, spannen, Pol. 10.41.6, und sc. ἑαυτόν, aufmerken, absolut, 4.4.8, od. τινί, auf Etwas, 9.2.7.