συνυφής
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
συνυφές, woven together, ἱστοί, of honeycombs, Arist.HA624a6; τι συνυφές a kind of web, ib.622b10.
German (Pape)
ές, zusammengewebt, verbunden, ἱστοὶ συνυφεῖς, = συνύφειαι, Arist. H.A. 9.40.
Russian (Dvoretsky)
συνῠφής: сотканный вместе (ἱστοί Arst.): συνυφές τι Arst. нечто вроде ткани.
Greek (Liddell-Scott)
συνῠφής: -ές, ὁ ὁμοῦ ὑφασμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 8 (πρβλ. συνύφειαι)· συνυφές τι, εἶδος ὑφάσματος, αὐτόθι 37. 30.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
μτφ. συνυφασμένος
αρχ.
1. υφασμένος μαζί με κάποιον άλλο
2. φρ. «συνυφές τι» — είδος υφάσματος (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. παρυφής].