συριγγώδης
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
συριγγῶδες, like a pipe or tube, hence perforated, carious, ὀστέα Hp.Epid.5.41, cf. 7.5.
German (Pape)
[Seite 1040] ες, röhren-, sistelartig, viele Röhren, hohle Geschwüre, Fisteln habend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σῡριγγώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σύριγγα ἢ σωλῆνα, Ὀρειβάσ.· ― διάτρητος, τετρημένος, κοῖλος, ὀστέα Ἱππ. 1153Α, πρβλ. 1210C, 1222D.
Greek Monolingual
-ες / συριγγώδης, -ῶδες, ΝΑ [[σῡριγξ, σύριγγος]]
1. όμοιος με σύριγγα, με σωλήνα
2. ιατρ. όμοιος με συρίγγιο
αρχ.
(κατ' επέκτ.) διάτρητος, εντελώς φθαρμένος («ὀστέα... συριγγώδεα», Ιπποκρ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῡριγγώδης -ες [σῦριγξ] fistelachtig.