συριγματώδης

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συριγμᾰτώδης Medium diacritics: συριγματώδης Low diacritics: συριγματώδης Capitals: ΣΥΡΙΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: syrigmatṓdēs Transliteration B: syrigmatōdēs Transliteration C: syrigmatodis Beta Code: surigmatw/dhs

English (LSJ)

συριγματῶδες, like the sound of a pipe, whistling, ἦχος Cass.Pr.82.

German (Pape)

[Seite 1040] ες, dem Tone der Pfeife ähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριγμᾰτώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τὸν ἦχον τῆς σύριγγος, συρίζων, Κασσίου Προβλ. 82.

Greek Monolingual

-ες / συριγματώδης, -ῶδες, ΝΑ σύριγμα, -ατος]
όμοιος με σύριγμα, συριστικός (α. «συριγματώδης αναπνοή» β. «συριγματώδης ἦχος», Κάσσ.).