συσπαράττω
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
French (Bailly abrégé)
att. c. συσπαράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσπᾰράττω, Ion. συσπᾰράσσω [σύν, σπαράττω] helemaal in stukken scheuren; doen stuiptrekken. NT Luc. 9.42.
German (Pape)
att. = συσπαράσσω.