σφραγιδόλιθος

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος που ήταν συνήθως ένθετος σε δαχτυλίδι και είχε έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα ή και επιγραφές και χρησίμευε για σφράγιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίδα + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].