πλάνο

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. σχέδιο, σχεδιάγραμμα
2. πρόγραμμα για ορισμένη δράση
3. λογαριασμός
4. κινημ. όρος με τον οποίο δηλώνεται: α) το τμήμα της ταινίας στο οποίο αποτυπώνονται εικόνες με ένα μόνον άνοιγμα του κλείστρου της μηχανής λήψης και β) η απόσταση τών κινηματογραφούμενων στοιχείων σε σχέση με τη μηχανή λήψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plan «σχέδιο» < λατ. planus «ομαλός, επίπεδος»].