Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματοκάπηλος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, = σωματέμπορος, Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, = σωματέμπορος, καθάπερ οἱ προβατοπῶλαι καὶ οἱ σωματοκάπηλοι Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 448Β.

Greek Monolingual

ὁ, Α
δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κάπηλος (πρβλ. ιματιοκάπηλος)].