σωματοτροφείον

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

τὸ, Α
χώρος όπου έτρωγαν δούλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -τροφεῖον (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριοτροφεῖον.