τάρσωμα Search Google

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάρσωμα Medium diacritics: τάρσωμα Low diacritics: τάρσωμα Capitals: ΤΑΡΣΩΜΑ
Transliteration A: társōma Transliteration B: tarsōma Transliteration C: tarsoma Beta Code: ta/rswma

English (LSJ)

Att. τάρρωμα, ατος, τό,
A = ταρσός: pl., = οἱ στίχοι τῶν κωπῶν, Poll.1.93.
II = κωπηλασία, Ar.Fr.868.

German (Pape)

[Seite 1072] τό, att. τάῤῥωμα, = ταρσός. – Auch = κωπηλασία, Ar. bei Phot.

Russian (Dvoretsky)

τάρσωμα: ατος τό движение весел Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τάρσωμα: Ἀττ. τάρρωμα, τό, = ταρσός, Πολυδ. Α΄, 97. ΙΙ. = κωπηλασία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 686.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και αττ. τ. τάρρωμα Α ταρσῶ
νεοελλ.
φράγμα από πλεγμένα καλάμια ή κλαδιά δένδρων που χρησιμεύει για τη συγκράτηση χωμάτων από κατολίσθηση
αρχ.
1. το πλατύ τμήμα τών κουπιών
2. η κωπηλασία
3. στον πληθ. τὰ ταρσώματα
(κατά τον Πολυδ.) «οἱ δὲ στίχοι τῶν κωπῶν».