τάρσωμα
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
Att. τάρρωμα, ατος, τό,
A = ταρσός: pl., = οἱ στίχοι τῶν κωπῶν, Poll.1.93.
II = κωπηλασία, Ar.Fr.868.
German (Pape)
[Seite 1072] τό, att. τάῤῥωμα, = ταρσός. – Auch = κωπηλασία, Ar. bei Phot.
Russian (Dvoretsky)
τάρσωμα: ατος τό движение весел Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τάρσωμα: Ἀττ. τάρρωμα, τό, = ταρσός, Πολυδ. Α΄, 97. ΙΙ. = κωπηλασία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 686.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και αττ. τ. τάρρωμα Α ταρσῶ
νεοελλ.
φράγμα από πλεγμένα καλάμια ή κλαδιά δένδρων που χρησιμεύει για τη συγκράτηση χωμάτων από κατολίσθηση
αρχ.
1. το πλατύ τμήμα τών κουπιών
2. η κωπηλασία
3. στον πληθ. τὰ ταρσώματα
(κατά τον Πολυδ.) «οἱ δὲ στίχοι τῶν κωπῶν».