ταμισίνης
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
τυρός, ὁ, cheese made with rennet, Diocl.Fr.138.
German (Pape)
[Seite 1066] ὁ, τυρός, mit Lab bereiteter Käse, Labkäse, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰμῐσίνης: τυρός, ὁ, ὁ διὰ τῆς πυτίας, κατασκευαζόμενος τυρός, Διοκλῆς παρ’ Ὀρειβασ. σ. 35 Matth.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. τυρός) είδος τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάμισος «πυτία» + επίθημα -ίνης (πρβλ. ὀξίνης)].