ταμισίνης

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐσίνης Medium diacritics: ταμισίνης Low diacritics: ταμισίνης Capitals: ΤΑΜΙΣΙΝΗΣ
Transliteration A: tamisínēs Transliteration B: tamisinēs Transliteration C: tamisinis Beta Code: tamisi/nhs

English (LSJ)

τυρός, ὁ, cheese made with rennet, Diocl.Fr.138.

German (Pape)

[Seite 1066] ὁ, τυρός, mit Lab bereiteter Käse, Labkäse, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμῐσίνης: τυρός, ὁ, ὁ διὰ τῆς πυτίας, κατασκευαζόμενος τυρός, Διοκλῆς παρ’ Ὀρειβασ. σ. 35 Matth.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. τυρός) είδος τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάμισος «πυτία» + επίθημα -ίνης (πρβλ. ὀξίνης)].