τανύπους
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, = ταναύπους, Ἐρινύες S.Aj.837.
German (Pape)
[Seite 1067] ποδος, ὁ, ἡ, = ταναύπους, Soph. Ai. 824, von den Erinnyen.
French (Bailly abrégé)
ποδος
c. ταναΰπους.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύπους: 2, gen. ποδος (νῠ) длинноногий, т. е. быстроногий (Ἐρινύες Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύπους: [ῠ], ὁ, ἡ, ἴδε ταναύπους.
Greek Monolingual
-ποδος, ὁ, ἡ, Α
βλ. ταναύπους.
Greek Monotonic
τᾰνύπους: [ῠ], ὁ, ἡ, = ταναύπους, σε Σοφ.
Middle Liddell
τᾰνύ-˘πους, = ταναύπους, Soph.]