ταπρῶτα
From LSJ
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
German (Pape)
[Seite 1069] adv., statt τὰ πρῶτα, zuerst, Il. 1, 6 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'abord.
Étymologie: = τὰ πρῶτα.
Russian (Dvoretsky)
ταπρῶτα: см. πρῶτον.
Greek (Liddell-Scott)
ταπρῶτα: Ἐπίρρ. ἀντὶ τὰ πρῶτα, κατὰ πρῶτον, Ἰλ. Α. 6.
English (Autenrieth)
see πρῶτος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (αντί τὰ πρῶτα) κατά πρώτον.
Greek Monotonic
ταπρῶτα: αντί τὰ πρῶτα, κατά πρώτον, σε Ομήρ. Ιλ.