ταπρῶτα

From LSJ

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248

German (Pape)

[Seite 1069] adv., statt τὰ πρῶτα, zuerst, Il. 1, 6 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'abord.
Étymologie: = τὰ πρῶτα.

Russian (Dvoretsky)

ταπρῶτα: см. πρῶτον.

Greek (Liddell-Scott)

ταπρῶτα: Ἐπίρρ. ἀντὶ τὰ πρῶτα, κατὰ πρῶτον, Ἰλ. Α. 6.

English (Autenrieth)

see πρῶτος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (αντί τὰ πρῶτα) κατά πρώτον.

Greek Monotonic

ταπρῶτα: αντί τὰ πρῶτα, κατά πρώτον, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[for τὰ πρῶτα
at first, Il.