Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τεζάρω

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

Ν
1. τεντώνω κάτι, το τεντώνω όσο παίρνει («τεζάρω το σχοινί»)
2. μένω ακίνητος, πεθαίνω
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) τεζαρισμένος, -η, -ο
α) πολύ τεντωμένος, άκαμπτος
β) αναίσθητος, λιπόθυμος ή νεκρός («τον βρήκανε τεζαρισμένο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tesare (βλ. και τέζα)].