τελάρο

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source

Greek Monolingual

το, Ν» 1. πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνουν το ύφασμα του κεντήματος
2. πλαίσιο για θύρα ή παράθυρο, περβάζι
3. ξύλινο ή πλαστικό κιβώτιο για την τοποθέτηση λαχανικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. telaro].