Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
το, Ν» 1. πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνουν το ύφασμα του κεντήματος
2. πλαίσιο για θύρα ή παράθυρο, περβάζι
3. ξύλινο ή πλαστικό κιβώτιο για την τοποθέτηση λαχανικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. telaro].