τελεολογία
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Greek Monolingual
και τελολογία, η, Ν
1. (κατά την αριστοτ. φιλοσ.) αντίληψη κατά την οποία τα πράγματα εξελίσσονται προς την πραγμάτωση τών σκοπών που ενυπάρχουν στη φύση τους και, επομένως, η ερμηνεία τών πάντων, για να είναι πλήρης, πρέπει να θεωρεί όχι μόνον τα υλικά, τα τυπικά και τα ποιητικά αίτιά τους, αλλά και την τελική αιτία, τον σκοπό για τον οποίο ένα πράγμα υπάρχει ή δημιουργήθηκε
2. (φιλοσ.-θεολ.) θεώρηση κατά την οποία τα πάντα στον κόσμο έχουν ένα τέλος, έναν σκοπό, ότι δηλαδή τα όντα και τα πράγματα δημιουργήθηκαν και είναι προκαθορισμένα να εκπληρώσουν έναν σκοπό, ο οποίος έχει σχεδιαστεί από έναν νου που υπερβαίνει τη φύση, από ένα υπερφυσικό ον, τον δημιουργό, τον θεό
3. (ανθρωπολ.-κοινων.) η θεωρία της σκοπιμότητας, η μελέτη τών σκοπών του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teleology (< τέλος + -λογία)].