τελεολογία

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

και τελολογία, η, Ν
1. (κατά την αριστοτ. φιλοσ.) αντίληψη κατά την οποία τα πράγματα εξελίσσονται προς την πραγμάτωση τών σκοπών που ενυπάρχουν στη φύση τους και, επομένως, η ερμηνεία τών πάντων, για να είναι πλήρης, πρέπει να θεωρεί όχι μόνον τα υλικά, τα τυπικά και τα ποιητικά αίτιά τους, αλλά και την τελική αιτία, τον σκοπό για τον οποίο ένα πράγμα υπάρχει ή δημιουργήθηκε
2. (φιλοσ.-θεολ.) θεώρηση κατά την οποία τα πάντα στον κόσμο έχουν ένα τέλος, έναν σκοπό, ότι δηλαδή τα όντα και τα πράγματα δημιουργήθηκαν και είναι προκαθορισμένα να εκπληρώσουν έναν σκοπό, ο οποίος έχει σχεδιαστεί από έναν νου που υπερβαίνει τη φύση, από ένα υπερφυσικό ον, τον δημιουργό, τον θεό
3. (ανθρωπολ.-κοινων.) η θεωρία της σκοπιμότητας, η μελέτη τών σκοπών του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teleology (< τέλος + -λογία)].