τερματοῦχος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
gloss on βαλβιδοῦχος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1094] die Gränze, das Ziel habend, Hesych.
Greek Monolingual
(τερματούχος) Α
(κατά τον Ησύχ.) κριτής αγώνων, αλλ. βαλβιδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατoς + -οῦχος (< ἔχω»)].