τετρακιόνιον
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
τό, shrine with four pillars, Paus.Dam.p.158 D.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ, και τετρακιόνιν Μ
ιεροφυλάκιο που είχε τέσσερεις κίονες
μσν.
(στον τ. τετρακιόνιν) τέσσερεις κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κιόνιον «κολόνα, στύλος» (< κίων, -ονος)].