τεττιγώδης
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
τεττιγῶδες, like a τέττιξ, Luc.Bacch.7.
German (Pape)
[Seite 1100] ες, von der Art od. Gestalt der Cicaden, cicadenartig, Luc. Bacch. 7.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à une cigale.
Étymologie: τέττιξ, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
τεττῑγώδης: похожий на цикаду Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τεττῑγώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς τέτιγγα, Λουκ. Διόνυσ. 7.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τέττιξ, -ιγος]
αυτός που μοιάζει με τέττιγα.
Greek Monotonic
τεττῑγώδης: -ες (εἶδος), όμοιος προς τέττιγα, σε Λουκ.