τζογαδόρος
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
1. αυτός που κόβει τα χαρτιά, μπαγκαδόρος
2. συστηματικός, μανιώδης χαρτοπαίκτης
3. (παροιμ.-φρ.) «του τζογαδόρου η μάνα μια μέρα γελά και μια μέρα κλαίει» — δηλώνει ότι τα κέρδη από τα τυχερά παιχνίδια είναι εφήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giocatore «παίκτης»].