τιθυμαλλίς

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθῠμαλλίς Medium diacritics: τιθυμαλλίς Low diacritics: τιθυμαλλίς Capitals: ΤΙΘΥΜΑΛΛΙΣ
Transliteration A: tithymallís Transliteration B: tithymallis Transliteration C: tithymallis Beta Code: tiqumalli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A = παράλιος, Dsc.4.164, cf. Hp.Superf.28.
2 = ἡλιοσκόπιος, Ps.-Dsc.4.14 (p.312 W.).
3 τιθυμαλὶς (sic) μυρσινίτης, = τιθύμαλλος θῆλυς, Afric.Cest.p.69 V.; τ. χαρακίτης, = τιθύμαλλος ἄρρην, ib.p.81 V.

Greek Monolingual

και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, -ίδος, ἡ, Α
1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού
2. είδος φυτού
3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» — ο τιθύμαλλος θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.)
β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» — ο τιθύμαλλος ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθύμαλλος + επίθημα -ίς, -ίδος].