τιμητεύω
From LSJ
English (LSJ)
to be censor, Plu.TG14, D.C.41.14; hold a census, τῆς Ἰουδαίας (of Quirinius) J.AJ20.5.2.
German (Pape)
[Seite 1116] Censor sein, Plut. Tib. Graech. 14.
French (Bailly abrégé)
être censeur à Rome.
Étymologie: τιμητής.
Russian (Dvoretsky)
τῑμητεύω: быть цензором (в Риме) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμητεύω: εἶμαι τιμητής, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 14.
Greek Monolingual
Α τιμητής
έχω το αξίωμα του τιμητού.
Greek Monotonic
τῑμητεύω: είμαι τιμητής, σε Πλούτ.
Middle Liddell
τῑμητεύω,
to be censor, Plut. [from τῑμητής]