τοποφοβία

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(ψυχολ.) παθολογικός φόβος για ορισμένους τόπους, συνήθως ανοιχτούς χώρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topophobie (< τόπος + -φοβία < -φοβος < φόβος)].