ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
η, Ν
(ψυχολ.) παθολογικός φόβος για ορισμένους τόπους, συνήθως ανοιχτούς χώρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topophobie (< τόπος + -φοβία < -φοβος < φόβος)].