τουρίστας

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. τουρίστρια, η, Ν
περιηγητής, άτομο που επισκέπτεται για σύντομο χρονικό διάστημα και για αναψυχή και ανάπαυση έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tourist (βλ. τουρισμός)].