τρίορχος
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
ὁ,
A = τριόρχης II, Semon.9, Ar.Av.1206, Com.Adesp.592; Glossaria on μέρμνης, Hsch.; cf. μερμνάδαι· οἱ τ. παρὰ Αυδοῖς, Andron ap.Gloss.Oxy.1802.46.
II v.l. for τριόρχης in Ar.V. 1534 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1145] 1) ὁ, eine Falken- oder Weihenart; Ar. Av. 1205; Simonds bei Ath. VII, 299; ἀετοὺς τριόρχας Lycophr. 148. – 2) ἡ τρίορχος, eine fabelhafte Pflanze, sonst κενταυρίς, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
τρίορχος: ὁ Arph. = τριόρχης II.
Greek (Liddell-Scott)
τρίορχος: ὁ, = τριόρχης, ΙΙ, εἶδος ἱέρακος, ἐρῳδιὸς γὰρ ἔγχελυν μαιανδρίην τρίορχον εὑρών ἐσθίοντ’ ἀφείλετο Σιμων. ὁ Ἰαμβογράφ. 8· ταυτηνί τις οὐ ξυλλήψεται ἀναπτάμενος τρίορχος; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1206.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο τριόρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του τριόρχης κατά τα αρσ. σε -ος].