τραχύπους

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχῠπους Medium diacritics: τραχύπους Low diacritics: τραχύπους Capitals: ΤΡΑΧΥΠΟΥΣ
Transliteration A: trachýpous Transliteration B: trachypous Transliteration C: trachypous Beta Code: traxu/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, rough-footed, ib.544b4.

German (Pape)

[ᾱ], ποδος, mit rauhen Füßen, Arist. H.A. 5.13.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχύπους: 2, gen. ποδος с шершавыми ногами или лапами (ἡ πελειάς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχύπους: ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τραχεῖς πόδας, τραχύπουν ἡ πελιὰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13, 3.

Greek Monolingual

-ποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τραχιά, σκληρά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ταχύ-πους, ὠκύ-πους].