τριμηνία

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐμηνία Medium diacritics: τριμηνία Low diacritics: τριμηνία Capitals: ΤΡΙΜΗΝΙΑ
Transliteration A: trimēnía Transliteration B: trimēnia Transliteration C: triminia Beta Code: trimhni/a

English (LSJ)

ἡ, space of three months, PRev.Laws 22.1, 34.21 (iii B. C.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ τρίμηνος
χρονική περίοδος τριών μηνών
νεοελλ.
μίσθωμα ή αμοιβή που δίνεται για διάστημα τριών μηνών.