Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Full diacritics: τρῐμηνία | Medium diacritics: τριμηνία | Low diacritics: τριμηνία | Capitals: ΤΡΙΜΗΝΙΑ |
Transliteration A: trimēnía | Transliteration B: trimēnia | Transliteration C: triminia | Beta Code: trimhni/a |
ἡ, space of three months, PRev.Laws 22.1, 34.21 (iii B. C.).
η, ΝΑ τρίμηνος
χρονική περίοδος τριών μηνών
νεοελλ.
μίσθωμα ή αμοιβή που δίνεται για διάστημα τριών μηνών.