τρισσάκις
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. three times, thrice, AP5.194 (Mel.), PHamb.23.25 (vi A. D.): τρισσάκι, Doroth.84.
German (Pape)
und poet. τρισσάκι, adv., dreimal, Mel. 89 (V.195).
Russian (Dvoretsky)
τρισσάκῐς: (ᾰ) adv. трижды, троекратно Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τρισσάκις: [ᾰ], ἐπίρρ., τρίς, τρεῖς φοράς, Ἀνθ. Π. 5. 195, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. Ἰλ. Σ. 599, ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. 1, 200.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. τρεις φορές («τρισσάκις εὐδαίμων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + επιρρμ. κατάλ. -(ά)κις (πρβλ. πολλάκις, πυκνάκις)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισσάκις [τριττός] ep. adv., drie maal.