τριταιογενής
From LSJ
English (LSJ)
τριταιογενές, produced by tertian fever, ἀλγήματα Hp.Coac.120. Adv. τριταιογενῶς ib.299.
Greek (Liddell-Scott)
τριταιογενής: -ές, ὃν παράγει ὁ τριταῖος πυρετός, ἀλγήματα Ἱππ. Κωακ. Προγν. 135. - Ἐπίρρ. -νῶς, αὐτόθι 167.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που προέρχεται από τριταίο πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριταῖος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυριγενής].
German (Pape)
ές, im dreitägigen Fieber, durch dasselbe entstehend, ἀλγήματα Hippocr.