τριτοπάτωρ
From LSJ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, great-grandfather, Arist. Fr. 415 (but perhaps Ar.Byz.); v.l. τριπάτωρ. [The quantity of the ι is unknown.]
German (Pape)
ορος, ὁ, dritter Vater, Vater im dritten Gliede, Vetera Lexica.
Russian (Dvoretsky)
τρῐτοπάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ прадед Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτοπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, πατὴρ ἐν τῷ τρίτῳ βαθμῷ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 376. ΙΙ. περὶ τοῦ Τριτοπάτορες οἳ ἐλατρεύοντο ἐν Ἀθήναις, ἴδε Φανόδημ. 4, Κλειτόδημ. 19, κλπ., Λοβέκ. ἐν Ἀγλαοφ. 760 κἑξ.
Greek Monolingual
-ορος, ο, ΝΑ
στον πληθ. οι τριτοπάτορες
μυθ. αγαθοί δαίμονες που προφύλασσαν την Αττική και τους κατοίκους της από κάθε κακό
αρχ.
ο προπάππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μονοπάτωρ.