ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
-ουν και -οος, -οον, Α
αυτός που έχει αδύναμο, δηλαδή ευμετάβλητο νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -νους / -νοος (< νόος, νοῦς), πρβλ. θερμόνους].