φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
-ον, Μ1. (για ξίφος) αυτός που έχει βρεγμένη αιχμή2. (κατ' επέκτ.) κοφτερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. σκληρόστομος].