υγρόστομος

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. (για ξίφος) αυτός που έχει βρεγμένη αιχμή
2. (κατ' επέκτ.) κοφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. σκληρόστομος].