θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία → loyalty dies and disloyalty is born
Α(ποιητ. τ.) υγραίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κατάλ. -ώσσω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. καρδιώσσω, λοιμώσσω)].