υδατοφράκτης

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

και υδατοφράχτης, ο, Ν
μεγάλο τεχνητό φράγμα για τη συγκέντρωση ή τη συγκράτηση υδάτων και τη δημιουργία τεχνητής λίμνης ή ταμιευτήρα, υδροφράκτης («ο υδατοφράκτης του Μαραθώνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + φράκτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. ὑδατοφράκται, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Αθηναϊκή].