υδροδίαιτος

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτοδίαιτος].