υπαναπείθω

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

Α
παρασύρω με τα λόγια μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀναπείθω «αλλάζω γνώμη, εξαπατώ»].