πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Απαρασύρω με τα λόγια μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀναπείθω «αλλάζω γνώμη, εξαπατώ»].