υποκατακλίνω
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Greek Monolingual
Α
1. βάζω κάποιον να ξαπλώσει κοντά στο τραπέζι αλλά σε θέση κατώτερη
2. εκκλ. μτφ. υποκύπτω στην αμαρτία
3. μέσ. ὑποκατακλίνομαι
μτφ. υποχωρώ, ενδίδω
4. παθ. α) ξαπλώνω, πλαγιάζω κάτω από κάποιον
β) (για παλαιστή) παρέχω στον αντίπαλο τη δυνατότητα να μέ νικήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κατακλίνω «βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση, βάζω κάποιον να πλαγιάσει»].