υποσύρω
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
Α σύρω
1. σύρω προς τα κάτω
2. μτφ. α) παρασύρω βαθμιαία («εἰς ἀταξίαν ὑποσύρεται γυνή», Κλήμ. Αλ.)
β) συντέμνω, ελαττώνω («συγγραφέων... ὑποσεσυρκότων τὴν γραφήν», Δίον. Αλ.)
3. μέσ. ὑποσύρομαι
υποσκάπτω («ὑποσύρεσθαι χώματα», Αππ)
4. φρ. «ὑποσύρεσθαι νηδύν» — καθαρίζω την κοιλιά με καθαρτικό (Νίκ.).