υφηγούμαι
From LSJ
Greek Monolingual
-έομαι, Α ἡγούμαι
1. προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο
2. (απλώς) δείχνω τον δρόμο
3. υποδεικνύω σε κάποιον τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κάτι, τον καθοδηγώ («μὴ ἃ οἱ θεοὶ ὑφήγηνται ἀγαθὰ μάταια ποιήσητε», Ξεν.)
4. διδάσκω κάποιον
5. περιγράφω («ὑφηγεῖσθαι τὸν γόνον», Διον. Αλ.).