φάρκες
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
νεοσσοί, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «νεοσσοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι ο τ. είναι ορθά παραδεδομένος θα μπορούσε να συνδεθεί με τη λ. φρυγ-ίλος «είδος πτηνού» και να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζα bher-g «γαβγίζω, μουρμουρίζω, βουίζω» (προϊόν ονοματοποιίας)].