φίλησις
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
-εως, ἡ, loving, affection, Arist.EN1166b32, 1156a6 (pl.), Alex.Aphr.in Top.347.18, Plot.2.3.11.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, das Lieben, Arist. eth. 8, 5. 9, 5; das Küssen (?).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'aimer, affection.
Étymologie: φιλέω.
Russian (Dvoretsky)
φίλησις: εως ἡ любовь, привязанность Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φίλησις: -εως, ἡ, ἀγάπη, αἴσθημα στοργῆς, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 5, 1 κἑξ., 9. 7, 6.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α φιλῶ
αίσθημα αγάπης, στοργής.
Greek Monotonic
φίλησις: -εως, ἡ (φιλέω), αίσθημα συμπάθειας, σε Αριστ.