φαντασμάτιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, miserable phantom, Plu.2.766b.
German (Pape)
[Seite 1255] τό, dim. von φάντασμα, Plut. Amator. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de φάντασμα.
Russian (Dvoretsky)
φαντασμάτιον: τό короткое видение, греза Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φαντασμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Πλούτ. 2. 766Β.