φανταχτερός

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

και σφανταχτερός, -ή, -ό, Ν
(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί ζωηρή εντύπωση με την εξωτερική του εμφάνιση, εντυπωσιακός, χτυπητός (α. «πολύ φανταχτερός τύπος» β. «φανταχτερό φόρεμα»).
επίρρ...
φανταχτερά Ν
με φανταχτερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανταχτός + κατάλ. -ερός (πρβλ. φανερός).